ἐπιτήδευμα

ἐπιτήδευμα
ἐπιτήδ-ευμα, Cret. [full] ἐπιτάδουμα (SIG721.12 (Delos (decree of Cnossus), ii B.C.)), ατος, τό,
A pursuit, business, custom,

τὰ ἐ. τῆς χώρας Th.1.138

, cf. 6.15 ;

μάθημα ἢ ἐ. Pl.La.180a

; πρὸς τίνα τέχνην ἢ τί ἐ. ; Id.R.455a, cf. Euthd.275b ;

ἀρετὴ κάλλιστον τῶν ἐ. Isoc.10.54

; τὰ καθ' ἡμέραν ἐ. everyday habits, Th.2.37, cf. Antipho 3.2.10, etc.;

ἐ. πρὸς ὑμᾶς ἄλογον καὶ ἐς τὰ ἡμέτερα ἀξύμφορον Th.1.32

; ἐπιτηδεύματα ἀρετῆς, καπηλείας, practice of.., Pl.Lg.711b,918a.
2 habit of life, Hp.Epid.1.23 : pl., ways of living, Pl.Phdr.233d, Lg. 793d.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιτήδευμα — pursuit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτήδευμα — το (AM ἐπιτήδευμα) [επιτηδευω] αυτό με το οποίο ασχολείται κανείς, το κύριο βιοποριστικό έργο, η καθημερινή ενασχόληση, το επάγγελμα (α. «φόρος επιτηδεύματος» β. «εἰς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ’ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν», Θουκ.) νεοελλ. συνεκδ …   Dictionary of Greek

  • επιτήδευμα — το, ατος 1. βιοποριστικό έργο, επάγγελμα. 2. ο φόρος που πληρώνουν οι επιτηδευματίες (οι επαγγελματίες): Πάω να πληρώσω το επιτήδευμά μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοὐπιτήδευμα — ἐπιτήδευμα , ἐπιτήδευμα pursuit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδευμάτων — ἐπιτήδευμα pursuit neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύμασι — ἐπιτήδευμα pursuit neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύμασιν — ἐπιτήδευμα pursuit neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύματα — ἐπιτήδευμα pursuit neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύματι — ἐπιτήδευμα pursuit neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύματος — ἐπιτήδευμα pursuit neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύματ' — ἐπιτηδεύματα , ἐπιτήδευμα pursuit neut nom/voc/acc pl ἐπιτηδεύματι , ἐπιτήδευμα pursuit neut dat sg ἐπιτηδεύματε , ἐπιτήδευμα pursuit neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”